πρόνεως

πρόνεως
πρόνεω̆ς , πρόναος
before a temple
adverbial (attic)
πρόνεω̆ς , πρόναος
before a temple
masc/fem nom pl (attic)
πρόνεω̆ς , πρόναος
before a temple
masc/fem nom/voc sg (attic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • πρόνεως — ὁ, Α (αττ. τ.) βλ. πρόναος (II) …   Dictionary of Greek

  • πρόναος — Έτσι ονομαζόταν από τους αρχαίους Έλληνες αλλά και από τους Βυζαντινούς, ο περίστυλος χώρος που βρισκόταν μπροστά από τον κυρίως ναό. Ήταν γνωστός και ως πρόθυρο ή πρόδρομος. Στη χριστιανική αρχιτεκτονική, ο π. ονομαζόταν νάρθηκας και συχνά ήταν… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”